- ἠρέμησα
- ἠρεμέωto be stillaor ind act 1st sgἠρεμέωto be stillaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηρεμώ — ηρέμησα, είμαι ήρεμος, ξαναβρίσκω την ηρεμία μου: Πήγε στην εξοχή για να ηρεμήσει λίγο. – Ηρέμησε η πολιτική κατάσταση. – Ηρέμησαν τα πάθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠρεμησάσης — ἠρεμησά̱σης , ἠρεμέω to be still aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμήσας — ἠρεμήσᾱς , ἠρεμέω to be still aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμήσασα — ἠρεμήσᾱσα , ἠρεμέω to be still aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρνί — το (AM ἀρνίον) 1. το πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ. μσν. μτφ. ο Ιησούς Χριστός αρχ. η προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του… … Dictionary of Greek
ηρεμώ — ηρεμώ, ηρέμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής